εύπηκτος

εύπηκτος
-η, -ο (Α εὔπηκτος και δωρ. τ. εὔπακτος, -ον)
1. καλά κατασκευασμένος, συμπαγής, στερεός
2. (για κερί) αυτός που είναι καλά πηγμένος
3. (για υγρά) αυτός που πήζει εύκολα
4. (με ενεργ. σημ.) (για αέρα) παγερός («ὁ δ' ἀκίνητος [ενν. ἀήρ]
εὐπηκτότερος», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηκτός < πήγνυμι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὔπηκτος — well put together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύπηκτος — η, ο αυτός που πήζει εύκολα, ευκολόπηχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὔπηκτον — εὔπηκτος well put together masc/fem acc sg εὔπηκτος well put together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπηκτότερος — εὔπηκτος well put together masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπήκτοιο — εὔπηκτος well put together masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπήκτου — εὔπηκτος well put together masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπήκτων — εὔπηκτος well put together masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπήκτῳ — εὔπηκτος well put together masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπηκτα — εὔπηκτος well put together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπηκτοι — εὔπηκτος well put together masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”