- εύπηκτος
- -η, -ο (Α εὔπηκτος και δωρ. τ. εὔπακτος, -ον)1. καλά κατασκευασμένος, συμπαγής, στερεός2. (για κερί) αυτός που είναι καλά πηγμένος3. (για υγρά) αυτός που πήζει εύκολα4. (με ενεργ. σημ.) (για αέρα) παγερός («ὁ δ' ἀκίνητος [ενν. ἀήρ]εὐπηκτότερος», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηκτός < πήγνυμι].
Dictionary of Greek. 2013.